- παριζιάνικος
- -η, -οο παρισινός: Παριζιάνικη μόδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παριζιάνικος — η, ο [Παριζιάνος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από το Παρίσι («παριζιάνικη μόδα») επίρρ... παριζιάνικα με παριζιάνικο τρόπο … Dictionary of Greek
παρισινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή κατάγεται προέρχεται από το Παρίσι, ο παριζιάνικος 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. Παρισινός, Παρισινή αυτός που γεννήθηκε ή κατοικεί στο Παρίσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρίσι. Η λ. μαρτυρείται από 1869 στον Αρ. Βαμπά] … Dictionary of Greek